Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

Δεν είμαστε όλοι μετανάστες




Έχω φωνάξει πολλές φορές το σύνθημα «είμαστε όλοι μετανάστες» σε πορεία. Το έχω γράψει σε τοίχο και το έχω πει σε συνελεύσεις και σε συζητήσεις. Κάθε φορά που το έλεγα ένιωθα αλληλέγγυος με μετανάστες και μετανάστριες που έχω γνωρίσει στο Στέκι Μεταναστών και σε διαδηλώσεις. Κάθε φορά που το φώναζα ένιωθα αλληλέγγυος με μετανάστες και μετανάστριες που δεν γνώρισα γιατί δεν κατάφεραν να περάσουν «τις νάρκες του Έβρου». Κάθε φορά που το έγραφα ένιωθα αλληλέγγυος με τα παιδιά των μεταναστών που γεννιούνται στην Ελλάδα και τους αρνούνται την ιθαγένεια.

            Σήμερα ξύπνησα και όπως κάθε πρωί άνοιξα τον υπολογιστή προκειμένου να ενημερωθώ. Ξαφνικά το βλέμμα μου πάγωσε. Τριάντα μετανάστες, εργάτες γης, πυροβολήθηκαν γιατί είχαν το θράσος να ζητήσουν τα δεδουλευμένα έξι μηνών. Τους πυροβόλησαν κάποιοι Έλληνες, τσιφλικάδες που θησαυρίζουν όταν εμείς αγοράζουμε τις φράουλές τους από τα ράφια των σούπερ μάρκετ. Λίγο αργότερα είδα το φρικιαστικό βίντεο. Θυμήθηκα ότι το προηγούμενο καλοκαίρι κυκλοφόρησε ένα παρόμοιο από την σφαγή των ανθρακωρύχων στη Νότιο Αφρική.

            Σήμερα συνειδητοποίησα ότι όσο αλληλέγγυος κι αν νιώθω «δεν είμαι μετανάστης». Και δεν είμαι γιατί εγώ όταν ζητήσω τα δεδουλευμένα το πολύ – πολύ να μην μου τα δώσουν. Δεν είμαι γιατί εγώ έχω κάπου στο συρτάρι ένα διαβατήριο και δείχνοντάς το περνάω από όποιο σύνορο θέλω. Δεν είμαι γιατί δεν θα περπατάω σε χωράφια με νάρκες, δεν κινδυνεύω να βρεθώ στον πάτο της θάλασσας από κάποια σάπια βάρκα ή από σπρώξιμο ενός «πολιτισμένου» Φρόντεξ. Δεν είμαι γιατί τα παιδιά μου θα έχουν ιθαγένεια, από την πρώτη μέρα. Δεν είμαι γιατί δεν στοιβάζομαι σε αποθήκες με άλλους δέκα και δεν περιμένω κάθε πρωί στην πλατεία κάποιου χωριού για να περάσει κάποιος αλήτης να με πάρει στα χωράφια του να βγάλω φράουλες ή πορτοκάλια.

            Σήμερα το «οι μετανάστες είναι της γης οι κολασμένοι» πήρε για μένα το πραγματικό του νόημα. Σήμερα θυμήθηκα και ένα άλλο σύνθημα: «Η εθνική ενότητα με αίμα είναι βαμμένη. Στον κόσμο των αφεντικών είμαστε όλοι ξένοι». 

Αδάμος Ζαχαριάδης

Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Η κρίση, το Κυπριακό και η κυπριακή Αριστερά







Είναι μια από τις ελάχιστες φορές που η Κύπρος απασχολεί, σχεδόν καθημερινά, τους αναλυτές, αλλά όχι για ζητήματα που σχετίζονται με το Κυπριακό: η κυπριακή κρίση, η διαχείρισή της και οι πιθανές επιπτώσεις σε Ελλάδα και Ευρώπη κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο. Αντίθετα, το Κυπριακό δείχνει να έχει υποβαθμιστεί τόσο, που κινδυνεύει να παγιωθεί η αντίληψη ότι η λύση του αποτελεί πλέον δευτερεύον ζήτημα. Εκτός αυτού, πολλές αναλύσεις αναφέρονται στους κινδύνους που αντιμετωπίζει η Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς η οικονομική της κατάσταση την καθιστά ευάλωτη σε πιθανά σχέδια επίλυσης που να μην εξυπηρετούν τα συμφέροντά της.
Πιστεύω, ωστόσο, ότι αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή να γίνουν γενναία βήματα προς την επίλυση του Κυπριακού. Η οικονομική κρίση δίνει τη δυνατότητα ανάλυσης ορισμένων ζητημάτων από διαφορετικό πρίσμα. Στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, λ.χ., κυριαρχούσε ανέκαθεν η άποψη ότι πιθανή επίλυση του Κυπριακού θα έριχνε το οικονομικό βάρος στις δικές της πλάτες, καθώς θα έπρεπε να δαπανηθούν σημαντικά ποσά για να συρρικνωθεί το οικονομικό χάσμα των δύο κοινοτήτων. Αυτό, μάλιστα, αποτέλεσε ένα από τα βασικά επιχειρήματα όσων υποστήριξαν το «Όχι» στο Σχέδιο Ανάν, το 2004. Τα νέα δεδομένα, όπως διαμορφώνονται, είναι πιθανό να αλλάξουν αυτή την πεποίθηση.
Μια πιθανή επίλυση του Κυπριακού ανοίγει  νέες, αποκλεισμένες μέχρι σήμερα δυνατότητες, οι οποίες πιθανόν να δώσουν λύσεις στην οικονομική δυσπραγία που παρουσιάζεται. Πρώτον, σε περίπτωση επίλυσης δεν θα υπήρχε καμία ανάγκη διατήρησης της Εθνικής Φρουράς· πρόκειται για έναν θεσμό που κανείς δεν πιστεύει ότι προσφέρει οποιαδήποτε αμυντική θωράκιση. Επιπλέον, δεν θα υπήρχε ανάγκη να συνεχιστούν οι υπέρογκοι στρατιωτικοί εξοπλισμοί. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο μέσος όρος των στρατιωτικών δαπανών της Κύπρου,  την τετραετία 2008-2012,  αντιστοιχούσε στο 2,2%  του  συνολικού της ΑΕΠ.
Επιπλέον, μια διευθέτηση του Κυπριακού θα μείωνε αισθητά τον πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό ρόλο της Εκκλησίας της Κύπρου. Όσοι παρακολουθούν τις εξελίξεις, αντιλαμβάνονται τη σημασία που θα είχε σε πολλά επίπεδα μια τέτοια εξέλιξη. Από οικονομικής άποψης, θα είναι πιο εύκολο να φορολογηθεί η εκκλησιαστική περιουσία. Στο πολιτικοκοινωνικό επίπεδο, ο περιορισμός ενός ακραίου συντηρητικού και εθνικιστικού λόγου, όπως αυτός εκφράζεται από την Εκκλησία της Κύπρου, μόνο θετική επίδραση μπορεί να έχει στην κυπριακή κοινωνία.
Τέλος, οι πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις ενισχύουν την ανάγκη άμεσης επίλυσης του Κυπριακού. Η συνεννόηση Τουρκίας-Ισραήλ, η διαφαινόμενη επίλυση του Κουρδικού και οι εξελίξεις στον αραβικό κόσμο δείχνουν ότι επικρατεί κινητικότητα στην περιοχή,  φανερώνοντας ότι η πολιτική συνεργασίας της χώρας με το Ισραήλ ήταν τουλάχιστον κοντόφθαλμη. Επιπλέον, η στάση της Ρωσίας, κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων, δείχνει ότι η Μόσχα αξιολογεί ως σημαντικότερες τις σχέσεις της με την ΕΕ από ό,τι με την Κύπρο. Ως εκ τούτου, η ανάγκη συνεννόησης, εξομάλυνσης των σχέσεων και επίλυσης των προβλημάτων στο τρίγωνο Λευκωσία-Άγκυρα-Αθήνα αποκτά κεντρική σημασία, καθώς Ελλάδα και Κύπρος κινδυνεύουν να μείνουν εντελώς απομονωμένες στην περιοχή. Άλλωστε, η προοπτική της εκμετάλλευσης του φυσικού αερίου καθιστά μια τέτοια συνεννόηση απαραίτητη. Ο φυσικός πλούτος της Κύπρου ανήκει σε ολόκληρο τον κυπριακό λαό και η εκμετάλλευσή του –προς όφελος του λαού του νησιού– μπορεί να γίνει μόνο με λυμένο το Κυπριακό πρόβλημα.
Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί να συνειδητοποιήσουν οι Ελληνοκύπριοι ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα αποτελεί εν δυνάμει σύμμαχο, και όχι εχθρό. Σε αντίθεση με όσα πιστεύουν οι περισσότεροι, μια τέτοια εξέλιξη θα αποδυνάμωνε τον ρόλο της Τουρκίας στην Κύπρο.[1] Προκειμένου να γίνει αυτό, η Αριστερά πρέπει να εντάξει στον πολιτικό της λόγο, και κυρίως στην πολιτική της πρακτική, την αναγκαιότητα ισότιμης συμβίωσης των δύο κοινοτήτων στο νησί – όχι μόνο ως αξιακά σωστή, αλλά και επειδή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση εξόδου από την οικονομική κρίση, προς όφελος όλου του κυπριακού λαού.
Σήμερα υπάρχει σοβαρός κίνδυνος το Κυπριακό να θεωρηθεί ως επιπλέον εμπόδιο μέσα στην οικονομική κρίση, και να γίνει η απόπειρα να περιθωριοποιηθεί η σημασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Ήδη, η κυπριακή κυβέρνηση προανήγγειλε την κατάργηση της ελεύθερης πρόσβασης των Τουρκοκυπρίων στα δημόσια νοσοκομεία, ως μέτρο εξοικονόμησης χρημάτων. Σε τέτοιου είδους πολιτικές, η Αριστερά οφείλει να αντιπαρατίθεται. Ο μέχρι τώρα εκφραζόμενος αντιμνημονιακός λόγος στην Κύπρο δεν έχει αυτά τα αναγκαία χαρακτηριστικά. Αντίθετα, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση σε μια «κυπροκεντρική» ανάλυση της οικονομικής κρίσης και στην προσπάθεια των ξένων, και ειδικά της Τουρκίας, να αποκομίσουν οφέλη από τον φυσικό πλούτο του νησιού. Το γεγονός αυτό οξύνει το ήδη υπάρχον «πατριωτικό» αίσθημα στην ελληνοκυπριακή κοινότητα και καθιστά τη δικοινοτική συνεννόηση ακόμα δυσχερέστερη. Μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικό για το μέλλον του τόπου, εάν η Αριστερά, στην προσπάθεια συγκρότησης ενός αντιμνημονιακού μετώπου, συνεργαστεί και ενισχύσει δυνάμεις και αντιλήψεις που αντιτίθενται στην προοπτική πραγματικής συνεννόησης με την τουρκοκυπριακή κοινότητα.

 Αδάμος Ζαχαριάδης 

Ενθέματα 14/4/13


[1] Βλ. τις συνεντεύξεις του Νιαζί Κιζίλγιουρεκ στα «Ενθέματα», Αυγή, 31.3.2013 και στο ηλεκτρονικό περιοδικό Χρόνος (www.chronosmag.eu).

Το χρονικό μια επερχόμενης αποτυχίας


Τον Φεβρουάριο του 2008, ο Δημήτρης Χριστόφιας κέρδιζε, με ποσοστό 55%, την προεδρεία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η εκλογή του ήρθε να ταράξει τα νερά της κυπριακής πολιτικής σκηνής, καθώς ήταν η πρώτη φορά που αριστερός πολιτικός αναλάμβανε το ύπατο αξίωμα της χώρας. Η Κύπρος έβγαινε, τότε, από μια πενταετία έντονης πόλωσης και αντιπαράθεσης, με επίκεντρο την απόρριψη του σχεδίου Ανάν, στην οποία επέδρασε καταλυτικά η πολιτική επιρροή του απερχόμενου προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου.
Η εκλογή του Δημήτρη Χριστόφια υπό το σύνθημα «Δίκαιη Λύση, Δίκαιη Κοινωνία», σηματοδοτούσε την αλλαγή της στάσης του εκλογικού σώματος στο Κυπριακό και αντιμετωπίστηκε ως μια δεύτερη ευκαιρία επίλυσης του προβλήματος. Από την άλλη, η αμηχανία στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και του δυτικού Τύπου υπήρξε έντονη, καθώς για πρώτη φορά αριστερό κόμμα αναλάμβανε την κυβέρνηση μιας χώρας-μέλους της Ε.Ε. Ενδεικτικός του κλίματος που επικρατούσε την επομένη της εκλογής Χριστόφια ήταν ο τίτλος των New York Times: «Ο κομμουνισμός κερδίζει στην Κύπρο». Παράλληλα, οι Times του Λονδίνου, υποδέχθηκαν με διάθεση ειρωνείας τον νέο Πρόεδρο: «Ο κύριος Χριστόφιας, 61 ετών, έχει καλύτερη επαφή με το Κρεμλίνο από ότι με τον Λευκό Οίκο ή την Downing Street».
Παρά τη διεθνή επιφυλακτικότητα, στο εσωτερικό της Κύπρου η θητεία του νέου προέδρου ξεκινούσε με τους καλύτερους οιωνούς. Η αποδοχή προς το πρόσωπό του ξεπερνούσε το 75%, ενώ η αντιπολίτευση δήλωνε ότι θα δώσει χρόνο και στήριξη στη νέα κυβέρνηση προκειμένου να διαχειριστεί το Κυπριακό. Σε διάψευση των ευνοϊκών αυτών προϋποθέσεων, ο Χριστόφιας κατέληξε να είναι ο πρώτος απερχόμενος πρόεδρος που δεν διεκδίκησε επανεκλογή. Επιπλέον, τόσο το Κυπριακό, όσο και η οικονομία βρίσκονται σήμερα στο χειρότερό τους σημείο. Από την μία, οι τελευταίες εξελίξεις στην Κύπρο, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην κατάρρευση της οικονομίας όπως τουλάχιστον είχε διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες ενώ παράλληλα οι δικοινοτικές διαπραγματεύσεις οδηγήθηκαν σε ναυάγιο.
Η διακυβέρνηση Χριστόφια έγινε αντικείμενο ευρύτατου και έντονου προβληματισμού στον δημόσιο διάλογο που αναπτύσσεται και στην Ελλάδα. Σε μια απόπειρα αποτίμησης, όμως, ιδιαίτερη σημασία έχουν τα δεδομένα και οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν μέσα στην πενταετία, με κρισιμότερες τρεις πτυχές: το Κυπριακό, η οικονομία και τα ζητήματα εσωτερικής διακυβέρνησης.
Καλές προθέσεις αλλά αναποτελεσματικότητα
Η εκλογή Χριστόφια επενδύθηκε έντονα με την προσδοκία επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος. Η παράλληλη παρουσία του Μεχμέτ Αλί Ταλάτ στην ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας ενίσχυε αυτήν την προοπτική. Σε σύντομο χρονικό διάστημα από την εκλογή του, ο Χριστόφιας έκανε την πρώτη πράξη καλής θέλησης ανοίγοντας το οδόφραγμα της Λήδρας, για να διευκολυνθεί η μετακίνηση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στις δύο πλευρές του νησιού. Έτσι, η θητεία Χριστόφια ξεκίνησε με την ενίσχυση των δικοινοτικών διαπραγματεύσεων και την σύγκλιση απόψεων σε διάφορα ζητήματα. Οι προτάσεις του για εναλλαγή προεδρίας και σταθμισμένη ψήφο ήταν πράγματι γενναίες και οδήγησαν τις συζητήσεις σε αρκετά καλό σημείο. Ωστόσο, οι αντιδράσεις των κομμάτων της συγκυβέρνησης (ΔΗΚΟ - ΕΔΕΚ) και της αντιπολίτευσης, η επιμονή του Χριστόφια σε λύση «κυπριακής ιδιοκτησίας» και οι αργοί ρυθμοί των διαπραγματεύσεων, ορισμένες φορές με ευθύνη της ελληνοκυπριακής πλευράς, έφεραν την κατάσταση σε τέλμα.
Στη συνέχεια, η πτώση του Ταλάτ και η άνοδος του Ντερβίς Έρογλου στην εξουσία δυσκόλεψαν τις διαπραγματεύσεις, καθώς ο τελευταίος θεωρείται ένας από τους πιο αδιάλλακτους πολιτικούς στο βόρειο μέρος. Με αυτή την έννοια, ένα μέρος των ευθυνών του Χριστόφια για το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων, αφορά την αργοπορία που επέδειξε σε κρίσιμες στιγμές και ειδικά όταν πλησίαζαν οι εκλογές στο βόρειο τμήμα, όπου ήταν πλέον εμφανές ότι ο Ταλάτ δεν θα παρέμενε στην εξουσία. Επιπλέον, η αδυναμία του να υποστηρίξει στο εσωτερικό τις προτάσεις του, ενίσχυσε τις απορριπτικές φωνές στην ελληνοκυπριακή κοινότητα. Τέλος, απρόσφορη για την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων ήταν η επιμονή του στην απόρριψη της πρότασης Ταλάτ για διεθνή διάσκεψη για το Κυπριακό με την συμμετοχή της Τουρκίας και της Ελλάδας, την ώρα που δήλωνε ότι το κλειδί της λύσης βρίσκεται στα χέρια της Άγκυρας.  
Από την ψευδαίσθηση ασφάλειας στο «μεγάλο κούρεμα»
Το τέλος της διακυβέρνησης Χριστόφια είναι η πρώτη στιγμή στη σύγχρονη κυπριακή ιστορία, όπου το Κυπριακό δεν αποτελεί το κυρίαρχο πολιτικό διακύβευμα. Η Κύπρος μπήκε, με τον πλέον ακραίο και ακαριαίο τρόπο στον φαύλο κύκλο των μνημονίων και της ύφεσης. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι η κυβέρνηση Χριστόφια απευθύνθηκε αρχικά στη Ρωσία για δανειοδότηση αλλά η κυβέρνηση Πούτιν αρνήθηκε ενώ ούτε η απόπειρα προσέγγισης της Κίνας είχε θετικά αποτελέσματα. Κρίσιμο ζήτημα αποτελούν οι λόγοι που οδήγησαν την κυπριακή οικονομία στο συγκεκριμένο σημείο και οι ευθύνες της κυβέρνησης του Δημήτρη Χριστόφια σε αυτήν την εξέλιξη.
Η Κύπρος, όπως άλλωστε και όλες οι χώρες της ευρωζώνης, κλήθηκε να διαχειριστεί το πρόβλημα της μεγαλύτερης, παγκόσμιας οικονομικής κρίσης των τελευταίων δεκαετιών. Σε κάθε περίπτωση, η ανάγνωση και η διαχείριση της οικονομικής κρίσης βασίζεται στις ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά της κάθε χώρας. Δύο είναι οι σημαντικότερες ιδιαιτερότητες της κυπριακής περίπτωσης. Πρώτον, το γεγονός ότι στην εξουσία βρισκόταν η Αριστερά της χώρας. Δεύτερον, οι κυπριακές τράπεζες ήταν ιδιαίτερα εκτεθειμένες σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, με αποτέλεσμα μετά το κούρεμα να πληγούν σημαντικά και δυσανάλογα για το μέγεθός τους.
Η κυβέρνηση του ΑΚΕΛ αναγκάστηκε να προσφύγει στην Τρόικα, προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα της ανακεφαλαιοποίησης των κυπριακών τραπεζών. Το τελικό ποσό που ειπώθηκε πως θα χρειαστεί για την ανακεφαλαιοποίηση φτάνει τα 17 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή το 100% του ΑΕΠ της χώρας. Το Δ.Ν.Τ. θεώρησε ότι το συγκεκριμένο ποσό καθιστά το χρέος μη βιώσιμο και ζήτησε να βρεθεί το ποσό των 7 δις προκειμένου να συμμετέχει στο πρόγραμμα. Έτσι, το Eurogroup, με την σύμφωνη γνώμη του Αναστασιάδη, πήρε την απόφαση για το πρώτο κούρεμα στις καταθέσεις των κυπριακών τραπεζών. Την πρώτη άρνηση της κυπριακής βουλής, ακολούθησε η δεύτερη, ακόμα πιο εξουθενωτική απόφαση της Τρόικας με την οποία ουσιαστικά χρεοκοπεί η Λαϊκή και συρρικνώνεται η Τράπεζα Κύπρου. Έτσι, η Κύπρος αναμένεται να υπογράψει και τυπικά την συμφωνία για το Μνημόνιο στα μέσα Απριλίου. Τα μέτρα που ήδη έχουν συμφωνηθεί και επικυρωθεί ομόφωνα από τη Βουλή προβλέπουν: αναστολή της Α.Τ.Α. (αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών) για όσο διαρκέσει το πρόγραμμα και επαναφορά της κατά το ήμισυ μετά το τέλος του Μνημονίου, διατήρηση του 13ου μισθού και καμία περικοπή στους χαμηλόμισθους (έως 1000 ευρώ) τον πρώτο χρόνο και μείωση μέχρι 3% από τον δεύτερο και μετά, αύξηση φόρων σε καπνό, αλκοόλ και καύσιμα καθώς και στο Φ.Π.Α. και παράλληλα μείωση δαπανών σε δημόσια υγεία και συντάξεις. Τέλος, δεν λείπουν και οι απολύσεις από τον δημόσιο τομέα με αρχή τη μη ανανέωση των συμβάσεων σε περίπου χίλιους ωρομίσθιους.
Ιδιαίτερη σημασία έχει ο τρόπος με τον οποίο αναλύθηκε η οικονομική κρίση από το κόμμα της κυπριακής Αριστεράς. Από το τέλος του 2011, η ανεργία είχε αυξηθεί κατά 50%. Παράλληλα, κοινό μυστικό ήταν ότι η οικονομική άνθηση του νησιού οφειλόταν στην ανάπτυξη στην αγορά ακινήτων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας χρηματοπιστωτικής φούσκας παρόμοιας με αυτή της Ιρλανδίας. Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση του ΑΚΕΛ επιδόθηκε σε μια απόπειρα καθησυχασμού της κυπριακής κοινωνίας. Αξιωματούχοι, στελέχη ακόμα και ο ίδιος ο Χριστόφιας, επαναλάμβαναν ότι η κυπριακή οικονομία είναι θωρακισμένη και ότι το κυπριακό κράτος έχει τη δυνατότητα να εγγυηθεί την σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος. Έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στις ιδιαιτερότητες της κυπριακής οικονομίας αποσυνδέοντας, έτσι, την κυπριακή περίπτωση από την παγκόσμια οικονομική κρίση. Κυριάρχησε, επομένως, μια απλουστευτική ανάλυση για την παγκόσμια οικονομική κρίση, τους τρόπους διαχείρισης της και αλλά και για την προστασία των εργατικών και κοινωνικών κατακτήσεων.
Ο  Χριστόφιας και η κυβέρνηση του ΑΚΕΛ επιδόθηκαν σε ένα σαφάρι εξεύρεσης του «καλύτερου δανειστή», το οποίο γρήγορα αποδείχθηκε ανώφελο. Όταν αυτό έγινε πλέον ηλίου φαεινότερον, το ΑΚΕΛ άρχισε να επιρρίπτει ευθύνες στον τότε πρόεδρο της Κεντρικής Τράπεζας Αθανάσιο Ορφανίδη για την ανοχή του στο παιχνίδι των δυο μεγάλων κυπριακών τραπεζών, οι οποίες συνέχιζαν να αγοράζουν ελληνικά ομόλογα και μάλιστα μέσω Γερμανίας. Αν και πράγματι υπήρχε σοβαρό πολιτικό και ηθικό πρόβλημα με την στάση του Ορφανίδη, ,ε αυτή τη στρατηγική, το ΑΚΕΛ επιχείρησε να πείσει ότι υπεύθυνος για τα προβλήματα του κυπριακού οικονομικού συστήματος ήταν ένας οικονομικός παράγοντας, ο οποίος είτε από ιδεολογική επιλογή είτε από παραλείψεις οδήγησε την χώρα σε αυτό το σημείο. Έτσι, ενισχύθηκε εκ μέρους του κόμματος και της κυβέρνησης μια προσπάθεια αποποίησης ευθυνών και παράλληλα η άποψη περί διαχωρισμού της κυπριακής περίπτωσης από την κρίση χρέους της υπόλοιπης ευρωζώνης.
Μέσα από αυτή την ανάγνωση, το ΑΚΕΛ εξακολουθεί να μην αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο θεμελιώθηκε το ελληνοκυπριακό χρηματιστηριακό κεφάλαιο, στο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης από το 1974 και μετά, αλλά και στις υπόγειες διαδρομές ρωσικών και σέρβικων κεφαλαίων στο νησί, οι οποίες ενισχύθηκαν ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία. Επιπλέον, σε μια εποχή, όπου οι αντιθέσεις κεφαλαίου – εργασίας εντείνονται, το ΑΚΕΛ επιμένει να μην αναθεωρεί τη διαχρονική του στρατηγική περί διατήρησης της «εργατικής ειρήνης». Αυτές οι επιλογές, που προσομοιάζουν με τις θέσεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, μείωσαν προοδευτικά τη δυνατότητα της κυπριακής Αριστεράς να παρεμβαίνει σε θέματα που αφορούν την οργάνωση των κοινωνικών και εργατικών διεκδικήσεων. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, το ΑΚΕΛ έχει μετατραπεί σε ένα κόμμα εξουσίας, αποκομμένο σε μεγάλο βαθμό από τις κοινωνικές διεργασίες, γεγονός που αντανακλάται και στις συνεχείς απόπειρες για συνεργασία με τα κόμματα του κέντρου. Οι τελευταίες εξελίξεις πάντως ίσως οδηγήσουν το ΑΚΕΛ σε μια αλλαγή στάσης. Ήδη, το κόμμα της κυπριακής Αριστεράς διατυπώνει την άποψη περί απεγκλωβισμού από την Τρόικα, ενώ φαίνεται να επεξεργάζεται και την θέση περί εξόδου από την ευρωζώνη και επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Η ανάλυση πάντως του ΑΚΕΛ παραμένει, σε μεγάλο βαθμό, «κυπριοκεντρική» καθώς επιμένει να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην προσπάθεια των ξένων, μέσω της οικονομικής κρίσης, να αποκομίσουν οφέλη από το φυσικό αέριο της Κύπρου.
Το Μαρί επισκίασε τα πάντα
Ο Χριστόφιας εκλέχθηκε με σαφείς δεσμεύσεις για φορολόγηση της Εκκλησίας, εκπαιδευτική μεταρρύθμιση σε προοδευτική κατεύθυνση και αξιοκρατία. Εντούτοις, μετά το πέρας της πενταετίας ο απολογισμός σε αυτά τα σημεία είναι αρνητικός.
Αρχικά φάνηκε ότι οι προθέσεις της κυβέρνησης είναι να θέσει την Εκκλησία στο περιθώριο των πολιτικών εξελίξεων. Έτσι, για πρώτη φορά διορίστηκε Υπουργός Παιδείας χωρίς την έγκριση του Αρχιεπισκόπου, ενώ παράλληλα ξεκίνησαν να διατυπώνονται οι πρώτες δημόσιες θέσεις για την φορολόγηση του εκκλησιαστικού πλούτου. Οι αντιδράσεις του εκκλησιαστικού και φιλοεκκλησιαστικού κατεστημένου τόσο για την αλλαγή των βιβλίων ιστορίας όσο και για την φορολόγηση δεν επέτρεψαν την ολοκλήρωση αυτών των εξαγγελιών. Ο Χριστόφιας αναγκάστηκε να αντικαταστήσει τον Α. Δημητρίου στο Υπουργείο Παιδείας με τον αρεστό στην Αρχιεπισκοπή Γ. Δημοσθένους. Όσον αφορά την εκκλησιαστική φορολογία, η κυβέρνηση και η Αρχιεπισκοπή κατέληξαν σε έναν «ιστορικό συμβιβασμό» που προβλέπει τη μερική φορολόγηση της πανίσχυρης Εκκλησίας της Κύπρου.
Η πενταετία Χριστόφια επισκιάστηκε από την έκρηξη στο Μαρί και τον θάνατο δεκατριών στρατιωτικών. Ιδιαίτερη βαρύτητα αποδίδεται στον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση χειρίστηκε αυτήν την κρίση που χαρακτηρίστηκε ως η σημαντικότερη μετά την τουρκική εισβολή. Οι δημόσιες τοποθετήσεις του Χριστόφια για την έκρηξη και η αποφυγή ανάληψης ευθυνών, συνέτειναν στο να χάσει κάθε κοινωνικό έρεισμα. Οι Αγανακτισμένοι που συγκεντρώθηκαν αμέσως έξω από το Προεδρικό Μέγαρο, δεν είχαν καμιά σχέση με τα αντίστοιχα κινήματα σε Ελλάδα και Ισπανία. Από τις πρώτες κιόλας μέρες κυριάρχησε η παρουσία ακροδεξιών και συντηρητικών οργανώσεων, οι οποίες διαδήλωναν κατά του «γιού της πλύστρας», ενώ σφοδρή ήταν η αντίδρασή τους, όταν η κυβέρνηση αποφάσισε να προχ
ωρήσει σε αγορά ρεύματος από το βόρειο τμήμα του νησιού. Η συντηρητική ρητορική και συνθηματολογία αυτού του κινήματος συσπείρωσε προς την αντίθετη κατεύθυνση μια σημαντική μερίδα αριστερών και προοδευτικών πολιτών, οι οποίοι έσπευσαν να υπερασπιστούν όχι τόσο το πρόσωπο του Χριστόφια αλλά συνολικότερα την Αριστερά και την προοπτική της ειρηνικής συμβίωσης με τους Τουρκοκύπριους. Η ομάδα αυτή, όμως, γρήγορα απογοητεύτηκε καθώς διαψεύστηκε η πεποίθησή της ότι η κυβέρνηση του ΑΚΕΛ θα προχωρούσε σε τομές τόσο στο Κυπριακό όσο και στο επίπεδο της οικονομίας.
Αντί επιλόγου
Η πενταετία Χριστόφια θεωρήθηκε μια από τις πλέον αποτυχημένες της κυπριακής ιστορίας. Η κυπριακή Αριστερά διέψευσε τις προσδοκίες σύμφωνα με τις οποίες η διακυβέρνηση του ΑΚΕΛ θα μπορούσε να προσχωρήσει σε βαθιές τομές σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Αντίθετα, επέλεξε μια μετριοπαθή στάση  απέναντι σε κυρίαρχα οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα, με συμβιβασμούς των αρχικών του εξαγγελιών, πιστεύοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα εδραιώσει την παρουσία του στην εξουσία. Αυτή η εκτίμηση αποδείχθηκε όνειρο θερινής νυκτός, καθώς με την υιοθέτηση μιας συμβιβαστικής τακτικής, η κυπριακή Αριστερά αποδείχθηκε εύκολος στόχος για τους αντιπάλους της.
Αδάμος Ζαχαριάδης

www.chronosmag.eu

Δύο "ΟΧΙ" τόσο διαφορετικά


          
 Σε πολλές από τις αναλύσεις που γράφτηκαν μετά την άρνηση της κυπριακή βουλής να εγκρίνει το κούρεμα καταθέσεων επιχειρείται μια σύνδεση του ΟΧΙ στο Eurogroup με το ΟΧΙ στο Σχέδιο Ανάν. Κατά την άποψή μου οι αναφορές αυτές προβαίνουν σε αυθαίρετες αναγνώσεις δύο εντελώς διαφορετικών καταστάσεων τόσο από ιστορική όσο και από πολιτική άποψη.
            Παρακολουθώντας αυτού του είδους τις αναλύσεις αντιλαμβάνεται κανείς ότι η Γερμανία παρουσιάζεται σε ρόλο νέου Αττίλα. Κατά την άποψή μου, αυτό αποτελεί μια λανθασμένη οπτική, όχι μόνο για την περίπτωση της Κύπρου, αλλά συνολικότερα για τον τρόπο αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης καθώς η έμφαση στον ρόλο της Γερμανίας  και οι ευκολίες περί επιβούλευσης των ξένων δεν βοηθάνε να γίνει μια σοβαρή αριστερή ερμηνεία της κρίσης και κυρίως δεν συμβάλλουν στην εξεύρεση λύσης προς όφελος των εργαζομένων και της κοινωνίας.
Όσοι συνδέουν τα δύο ΟΧΙ αναφέρονται σε ένα πατριωτικό αίσθημα που διακατέχει τον κυπριακό λαό και κατ’ επέκταση την κυπριακή πολιτική ηγεσία και επιτρέπει στην Κύπρο να σταθεί απέναντι στις επιβουλές του ξένου ιμπεριαλισμού. Στην περίπτωση του Σχεδίου Ανάν όμως τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Το τότε προτεινόμενο σχέδιο ήταν, σε μεγάλο βαθμό, προϊόν αμοιβαίων υποχωρήσεων των δύο πλευρών μέσα από συνομιλίες πολλών χρόνων. Παράλληλα, ένας σημαντικός παράγοντας των τότε εξελίξεων ήταν η εξέγερση των Τουρκοκυπρίων οι οποίοι έριξαν τον Ντενκτάς από την εξουσία και έτειναν χέρι φιλίας προς του Ελληνοκύπριους. Ήταν μια εξέλιξη, που παρά τα επιμέρους μειονεκτήματα του σχεδίου, άνοιγε θετικές προοπτικές για το μέλλον του νησιού με την ειρηνική συμβίωση των δύο κοινοτήτων.  Η απόρριψη του σχεδίου από την πλευρά των Ελληνοκυπρίων έκλεισε την πόρτα της λύσης και έριξε ξανά την τουρκοκυπριακή κοινότητα στην πλήρη εξάρτηση από την Τουρκία. Από την άλλη, η άρνηση της κυπριακής βουλής στο κούρεμα των καταθέσεων έκλεισε την πόρτα σε μια λανθασμένη επιλογή του Eurogroup και άνοιξε προοπτικές για μια διαφορετική προσέγγιση του οικονομικού προβλήματος όχι μόνο για την Κύπρο αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη. Στην πρώτη περίπτωση η απόρριψη έγινε με το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν, ενώ στην δεύτερη συνιστούσε μια προσπάθεια ανοίγματος ενός νέου μέλλοντος.