ΑΝΗΚΩ ΣΤΗ ΓΕΝΙΑ που μεγάλωσε με τα τραγούδια της ελληνικής Ροκ σκηνής της δεκαετίας του ’80 και του ’90. Θαύμαζα τον ασυμβίβαστο Παύλο Σιδηρόπουλο, και ας ήμουν μικρός όταν πέθανε, μου άρεσε πάντα ο Νίκος Πορτοκάλογλου και οι ΦΑΤΜΕ και με συνέπαιρνε η μουσική του Μικρούτσικου στους στίχους του μεγάλου Νίκου Καβαδία. Είχα όμως μια ιδιαίτερη αγάπη στους αδερφούς Κατσιμίχα. Δεν μπορώ να προσδιορίσω τον λόγο. Ίσως ήταν αυτό το περίεργο μείγμα ματαιότητας και αισιοδοξίας που διακατείχε τα τραγούδια τους, ίσως ήταν οι μοναδικές αφηγήσεις
προσωπικών και συλλογικών ιστοριών, ίσως απλώς επειδή ήταν οι δημιουργοί του «Φάνη», του «Δωματίου» (στίχοι, Λένα Παπά ) και του «Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον».
ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ πάντα πίστευα ότι κάποια από αυτά τα τραγούδια με διαμόρφωσαν, κάποια από αυτά με έκαναν να βουρκώνω και άλλα να πεισμώνω ενάντια σε αδικίες που έβλεπα γύρω μου. Για αυτούς τους λόγους ένιωθα και μια ευγνωμοσύνη στους δημιουργούς τους. ΔΥΣΤΥΧΩΣ, όμως, διάβασα μια συνέντευξη, πριν από καιρό ο Χάρης Κατσιμίχας στην ελληνική «Athens Voice». Εκεί λέει πολλά και διάφορα. Εξηγεί τι έκανε όλα αυτά τα χρόνια που επέλεξε να μη δίνει συναυλίες και συνεντεύξεις, μιλάει για τις σχέσεις του με άλλους δημιουργούς, αξιολογεί τον πρωθυπουργό της Ελλάδας και λέει την άποψή του για τους μετανάστες. Εκεί ακριβώς είναι και το απογοητευτικό. Λέει ο Χάρης Κατσιμίχας: «Οι μη νόμιμοι μετανάστες να φύγουν αύριο το πρωί. Αλλά και οι νόμιμοι είναι πολλοί». Κάνει μάλιστα και μία παραπομπή στον Καρατζαφέρη λέγοντας ότι συμφωνεί σε κάποια πράγματα μαζί του. Δεν μας λέει βέβαια ο κύριος Κατσιμίχας ποιοι είναι νόμιμοι και ποιοι όχι. Ο ίδιος ζει σε μία χώρα που αρνείται να δώσει υπηκοότητα στα παιδιά που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα και που στα 18 τους ανακαλύπτουν ότι είναι παράνομα. Ζει σε μια χώρα που έχει το μικρότερο ποσοστό αποδοχής αιτήσεων ασύλου σε ολόκληρη την Ευρώπη. Σε μια χώρα που δεν αναγνωρίζει καθεστώς πολιτικού πρόσφυγα σε μετανάστες που έρχονται από το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Αυτά βέβαια δεν τον απασχολούν. Το μόνο που τον νοιάζει είναι να φύγουν αύριο το πρωί, γιατί είναι πολλοί. Πού να πάνε, δεν μας λέει. Μάλλον πίσω στις χώρες τους.
ΜΠΗΚΑ ΑΠΟ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ σε διάφορα φόρουμ για να δω τις αντιδράσεις. Διάβασα πολλά. Στα περισσότερα δεν δίνω βάση. Διάβασα όμως μία πολύ ενδιαφέρουσα άποψη την οποία παραθέτω:
«ας ασχοληθεί με τη νομιμότητα των νυχτερινών κέντρων στα οποία εμφανίζεται κατά καιρούς και ας αφήσει τους πρόσφυγες στην ησυχία τους. Αν τόσες δεκαετίες ζούσε μέσα στην άγνοια και δεν πρόσεξε ποτέ τους μπράβους στις εισόδους των μαγαζιών, δεν πρόσεξε ποτέ το εμπόριο ανθρώπων μέσα στα μαγαζιά, αν δεν πρόσεξε ποτέ το εμπόριο ναρκωτικών, αν δεν άκουσε πότε για προστασία και εκβιασμούς, αν δεν πληροφορήθηκε ποτέ του ότι η λέξη νύχτα είναι συνώνυμη με τις φράσεις κλοπή φόρων και ανασφάλιστη εργασία, τότε γαμώτο ας πιεί μια μπύρα με έναν “άγνωστο” μουσικό. Γιατί με όσους έχω μιλήσει κατά καιρούς, όλοι ανεξαιρέτως, περιγράφουν το ίδιο ακριβώς μαφιόζικο σκηνικό. Ας αποφασίσουν όλοι αυτοί οι μαϊντανοί: ξέρουν ή δεν ξέρουν τι γίνεται γύρω τους».
Αντί επιλόγου, θα ήθελα να παραθέσω
τους στίχους από ένα δικό του τραγούδι:
Για ένα κομμάτι ψωμί,
δε φτάνει μόνο η δουλειά.
Για ένα κομμάτι ψωμί,
πρέπει να δώσεις πολλά.
Δεν φτάνει μόνο το μυαλό σου,
δε φτάνει μόνο το κορμί σου.
Το πιο σπουδαίο είν’ η ψυχή σου, δικέ μου.
Έχει τους νόμους τους αυτή η ιστορία,
δεν φτάνει μόνο η δουλειά.
Θα σου κρεμάσουνε μια μπάλα
και θα τραβιέσαι μ’ αυτήν μέρα - νύχτα.
Έχεις κανάλι πολύ να τραβήξεις,
μέχρι να πάψεις να λες -“μα τι τρέχει;”
Έχει τους νόμους της αυτή η ιστορία,
δεν φτάνει μόνο η δουλειά.
Για ένα κομμάτι ψωμί,
δεν φτάνει μόνο η δουλειά.
Για ένα κομμάτι ψωμί,
θα πιεις φαρμάκια πολλά.
Θα σε πετάνε από δω κι από κει
θα λαχανιάζει η ψυχή σου.
Θα φτύσεις αίμα απ’ το στόμα, δικέ μου.
Έχει τους νόμους της αυτή η ιστορία,
δεν φτάνει μόνο η δουλειά.
Για ένα κομμάτι ψωμί,
θα ’χεις ξεχάσει πολλά.
Για ένα κομμάτι ψωμί,
θα ’χεις πληρώσει ακριβά.
Και κάποια μέρα θα σε λύσουν,
μα θα φοβάσαι να φύγεις, θα τρέμεις.
Θα σε κλωτσάνε και θα σ’ αρέσει, δικέ μου.
Σαν το σκυλί τους θα σ’ έχουν, δικέ μου,
μα δε θα έχεις ψυχή να το νιώσεις,
θα είναι για σένα αργά.
Αδάμος Ζαχαριάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου