Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

Η διεκδίκηση του αυτονόητου

Η σύγκρουση Τουρκοκυπρίων και Τουρκίας

Έχουν περάσει εννέα χρόνια από το 2002, όταν οι Τουρκοκύπριοι βγήκαν στους δρόμους για να εκφράσουν την αντίδραση τους στην πολιτική του τότε ηγέτη της κοινότητας Ραούφ Ντεκντάς. Από τότε έχει «κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι»: άνοδος Ταλάτ, Σχέδιο Ανάν, Χριστόφιας στην Προεδρεία, συνέχιση συνομιλιών, άνοδος Έρογλου. Σχεδόν μία δεκαετία στην οποία τα γεγονότα, που αφορούν το Κυπριακό, εξελίσσονται τόσο ραγδαία που φαντάζει δύσκολο να τα παρακολουθήσει κανείς.


Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι η αντίληψη των Ελληνοκυπρίων για το Κυπριακό αλλά κυρίως για τους Τουρκοκύπριους παραμένει στάσιμη. Από το 2002 έως το 2004 παρακολουθούσαμε, σχεδόν αδιάφορα, χιλιάδες Τουρκοκύπριους να εξεγείρονται. Λίγα μέτρα δίπλα από τις μαζικές διαδηλώσεις των Τουρκοκυπρίων, η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων συνέχιζε να απολαμβάνει τον καφέ της στις κεντρικές καφετέριες, να κοιτά με καχυποψία τα τουρκοκυπριακά αυτοκίνητα που περνούσαν στον Νότο και να επαναλαμβάνει, κουραστικά, το μότο που τόσο συχνά «παπαγαλίζουν» οι πολιτικοί από όλους τους χώρους: «Οι Τουρκοκύπριοι είναι υποχείρια της Άγκυρας. Η Τουρκία κάνει κουμάντο». Ακόμα και η Αριστερά κοίταζε αμήχανα την μεγαλειώδη εξέγερση.

Λίγα χρόνια μετά, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Η γενική απεργία που κήρυξαν στις 28 Ιανουαρίου τα συνδικάτα, με πρώτο αυτό των εκπαιδευτικών, στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Χιλιάδες άνθρωποι ξεχύθηκαν στον δρόμο ενάντια στην οικονομική πολιτική που εφαρμόζεται στο βόρειο μέρος του νησιού, οικονομική πολιτική η οποία καθορίζεται από τις αποφάσεις της Άγκυρας. Οι Τουρκοκύπριοι απέδειξαν, για μια ακόμα φορά, ότι η προσέγγιση που τους θέλει πιόνια της Άγκυρας, απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Η αντίδραση της Άγκυρας ήταν έντονη. Ο Ερτογάν κατηγόρησε τους Τ/Κ για αγνωμοσύνη, τους χαρακτήρισε «χαραμοφάηδες» και έσπευσε να τοποθετήσει πρέσβη της Τουρκίας στον Βορρά τον Ιμπραχήμ Ακτσά, άνθρωπο ο οποίος θεωρείται κόκκινο πανί για τα συνδικάτα. Η κόντρα που έχει ξεσπάσει είναι πρωτοφανής και αναμένεται να ενταθεί στο επόμενο διάστημα, καθώς οι Τουρκοκύπριοι κλιμακώνουν τις αντιδράσεις τους, έχοντας ήδη εξαγγείλει νέα γενική απεργία για τις 2 Μαρτίου.

Από την επομένη του μεγάλου συλλαλητηρίου της 28ης Ιανουαρίου, οι Ελληνοκύπριοι προσπαθούν, για μια ακόμη φορά, να κωδικοποιήσουν τις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στην απέναντι πλευρά. Η πλειονότητα των αναλύσεων εστιάζει στις σχέσεις υποτέλειας Τουρκοκυπρίων και Τουρκίας, υπερτονίζει τον αποφασιστικό ρόλο της Τουρκίας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και υποστηρίζει ότι ο μόνος λόγος αντίδρασης των Τουρκοκυπρίων είναι η αντίθεσή τους στο νέο οικονομικό πακέτο που εφαρμόζει η Άγκυρα. Πρόκειται δηλαδή για μια ανάλυση «win-win» καθώς όλοι εμφανίζονται δικαιωμένοι. Το μεν απορριπτικό-εθνικιστικό μπλοκ συμπεραίνει, για άλλη μια φορά, πως οι Τουρκοκύπριοι ως πολιτικά υποκείμενα έχουν μηδενική υπόσταση και ως εκ τούτου, η ελληνοκυπριακή πλευρά καλείται να συνομιλεί απευθείας με την Τουρκία. Η Αριστερά από την άλλη, τονίζει τον ασφυκτικό ρόλο της Τουρκίας και θυμώνει γιατί η «ιμπεριαλιστική Τουρκία δεν αφήνει Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους να ζήσουν μαζί». Ως εκ τούτου όλοι είναι ευχαριστημένοι καθώς έχουν βρει, ξανά, τον κοινό εχθρό τους στο πρόσωπο της Τουρκίας.

Η ονομασία του συλλαλητηρίου όμως αφήνει και άλλες ερμηνείες ανοιχτές. Η Πλατφόρμα Συνδικαλιστικών Οργανώσεων, αποτελούμενη από σχεδόν τριάντα συνδικάτα, ονόμασε το συλλαλητήριο της 28ης Ιανουαρίου «Συλλαλητήριο Κοινοτικής Ύπαρξης». Η ονομασία αυτή είναι ενδεικτική των προθέσεων αλλά και των επιδιώξεων των συνδικάτων που διοργάνωσαν το συλλαλητήριο. Μπορεί η αφορμή να δόθηκε με την αντίδραση στην οικονομική πολιτική της Τουρκίας όμως στην πραγματικότητα οι Τουρκοκύπριοι «ζητούν από την Τουρκία να σέβεται τους ίδιους και την ταυτότητά τους και απαιτούν αυτονομία»(1). Πρόκειται δηλαδή για ένα κίνημα ταυτότητας μέσα από το οποίο οι Τουρκοκύπριοι απαιτούν να ορίζουν «τα του οίκου τους» και υπενθυμίζουν την ξεχωριστή και ιδιαίτερη κοινοτική τους ταυτότητα. Το αίτημα αυτό, όμως, δεν απευθύνεται μόνο στην Τουρκία. Οι Τουρκοκύπριοι διεκδικούν πολιτική υπόσταση και αυτό δεν μπορεί παρά να απευθύνεται και στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Παρά την μεγάλη απογοήτευση που έζησαν το 2004 με την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν και την εσωστρέφεια που χαρακτήρισε τα επόμενα χρόνια, οι Τουρκοκύπριοι δείχνουν να αντιλαμβάνονται αυτό που οι Ελληνοκύπριοι αρνούνται πεισματικά να δουν. Ότι χωρίς άμεση λύση οι Τουρκοκύπριοι γρήγορα θα αφομοιωθούν στο τουρκικό έθνος και ως εκ τούτου, το πλαίσιο συζήτησης για πιθανή λύση θα αλλάξει άρδην. Ταυτόχρονα μια πιθανή λύση μπορεί να υφίσταται μόνο αν οι Τουρκοκύπριοι αντιμετωπιστούν ισότιμα ως κοινότητα μέσα σε ένα διζωνικό, δικοινοτικό ομοσπονδιακό κράτος. Με λίγα λόγια, οι Τουρκοκύπριοι διεκδικούν το αυτονόητο· Πολιτική ισότητα. Κάτι το οποίο έχει ήδη τυπικά συμφωνηθεί αλλά αποδεικνύεται το μεγαλύτερο αγκάθι στις προοπτικές λύσης, καθώς οι Ελληνοκύπριοι δεν έχουν καταφέρει ακόμα να κωδικοποιήσουν τι ακριβώς σημαίνει αυτή η ισότητα σε πολιτικό, πολιτειακό και οικονομικό επίπεδο. Είναι ενδεικτικό ότι στις μετρήσεις κοινής γνώμης που πραγματοποιούνται τα τελευταία χρόνια οι Ελληνοκύπριοι απαντούν αρνητικά στις προτάσεις για εναλλαγή Ελληνοκύπριου και Τουρκοκύπριου στην Προεδρεία και για σταθμισμένη ψήφο. Άλλωστε, το σύνθημα «ποτέ Τούρκος πρόεδρος στην πατρίδα μου» είναι πολύ διαδεδομένο, όχι μόνο ανάμεσα στις ακροδεξιές οργανώσεις αλλά και σε πολιτικούς φορείς που τοποθετούνται στο Κέντρο.


Όταν οι Ελληνοκύπριοι θα πάψουν να αντιμετωπίζουν τους Τουρκοκύπριους ως προέκταση της Τουρκίας και όταν η Κυπριακή Αριστερά θα αποφασίσει να συμπορευτεί μαζί τους όχι πατερναλιστικά αλλά ισότιμα σε πολιτικό επίπεδο τότε μπορούμε να ελπίζουμε σε λύση. Μέχρι τότε μπορούμε να επαναπαυθούμε στις αναλύσεις αυτοδικαίωσης και να υπενθυμίζουμε ότι «δεν ξεχνάμε».

(1) Συνέντευξη του Τουρκοκύπριου πανεπιστημιακού καθηγητή Niazi Kizilyurek στην εφημερίδα Πολίτης στις 13/2/2011.


το κείμενο δημοσιεύθηκε στο rednotebook.gr